- ενσφήνωση
- η1. εισαγωγή σφήνας μέσα ή επάνω σε κάτι2. σφήνωμα ενός αντικειμένου σε μέρος από όπου είναι δύσκολη η απελευθέρωσή του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενσφηνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον θ. Παπαδημητρακόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενσφήνωση — η 1. η εισαγωγή σφήνας, το σφήνωμα. 2. το να μπει κάτι σε κάποιο μέρος σαν σφήνα, από όπου γίνεται δύσκολη η εξαγωγή του, το σφήνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
ενσφηνωτικός — ή, ό [ενσφηνώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενσφήνωση … Dictionary of Greek
βαρβαρική τέχνη — Γενικά, αποκαλείται έτσι η καλλιτεχνική παραγωγή που εμφανίζεται σχεδόν παντού στη Δύση κατά την περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, από τον 5o έως τον 9o αι., και διακρίνεται για την προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η… … Dictionary of Greek